πλαστός

πλαστός
-ή, -ό / πλαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πλάσσω]
1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί
2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση τού γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν παρείχοντο», Ξεν.)
3. αυτός που επινοήθηκε από τη φαντασία, ανύπαρκτος, φανταστικός (α. «πλαστή ιστορία» β. «πλαστὸν ἐπιχείρημα», Ερμογ.)
νεοελλ.
1. πλασματικός, τεχνητός, φτιαχτός, φτιαγμένος
2. επίπλαστος, προσποιητός, επιτηδευμένος
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί να πλάσει κανείς με ευκολία, εύπλαστος
2. αυτός που έχει πυκνή μάζα
3. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει εύκολα, ο ευπρόσιτος
4. (για τέκνο) νόθος («καλεῑ παρ' οἴνῳ, πλαστὸς ὡς εἴην πατρί», Σοφ.)
επίρρ...
πλαστώς / πλαστῶς ΝΜΑ, και πλαστά Ν
1. με τρόπο πλαστό, ψεύτικο («οἱ μὴ πλαστῶς ἀλλ' ὄντως φιλόσοφοι», Πλάτ.)
2. με επίπλαστο τρόπο, προσποιητά («πλαστῶς ὀδυρόμενα», Φιλόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλαστός — formed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστός — ή, ό ο ψεύτικος, ο μη γνήσιος, ο μη πραγματικός: Ο τίτλος είναι πλαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαστόν — πλαστός formed masc acc sg πλαστός formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοῖς — πλαστός formed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοί — πλαστός formed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοῦ — πλαστός formed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστῶς — πλαστός formed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστῷ — πλαστός formed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρόπλαστος — η, ο (Α κηρόπλαστος, ον) ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.) αρχ. 1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλα («ξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.) 2. κηρόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”